καπνός

καπνός
καπνός (-ός, -οῦ, -ῷ, -όν.)
1 smoke ἦν νιν (= Τροίαν)

πεπρωμένον λάβρον ἀμπνεῦσαι κᾰπνόν O. 8.36

ποταμοὶ δ' ἁμέραισιν μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ αἴθων P. 1.22

λευκανθέα σώμασι πίαναν κᾰπνόν i. e. from burning pyres N. 9.23

φλὸξ αἰθέρα κνισάεντι λακτίζοισα καπνῷ I. 4.66

ἔστι δέ τοι χέκων κακίει καπνός (ἔτι δὲ τειχέων coni. Heyne, Boeckh) fr. 185. met., λέλογχε δὲ μεμφομένοις ἐσλοὺς ὕδωρ καπνῷ φέρειν ἀντίον (“Neid”. Fränkel, D & P 525̆{39}, Radt, Mnem., 1966, 155) N. 1.24

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καπνός — with smokecoloured grapes masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… …   Dictionary of Greek

  • καπνός — I 1.αεριώδες μείγμα από αέρια ατμού και αιθάλης που βγαίνει κατά την καύση οποιασδήποτε ουσίας: Τα ξύλα αυτά βγάζουν πολύ καπνό. 2. (παροιμ.): «Κάθε ξύλο έχει τον καπνό του», που σημαίνει ότι κάθε άνθρωπος έχει τις ιδιοτροπίες του. 3. η φράση… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καπνοῖς — καπνός with smokecoloured grapes masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπνούς — καπνός with smokecoloured grapes masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπνέ — καπνός with smokecoloured grapes masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπνῷ — καπνός with smokecoloured grapes masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπνόν — καπνός with smokecoloured grapes masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάπνισμα — I Εισπνοή καπνού, προερχόμενου από καιόμενη ουσία (όπως τα φύλλα του ομώνυμου φυτού). Αποτελεί μία συνήθεια που προήλθε από τους γηγενείς της αμερικανικής ηπείρου. Ως τρόποι κ. αναφέρονται το τσιγάρο, η πίπα, το πούρο και –καταχρηστικά, επειδή η… …   Dictionary of Greek

  • ναργιλές — Συσκευή καπνίσματος, που χρησιμοποιείται στις χώρες της Ανατολής. Λέγεται και ναργελές, αργελές και αργιλές. Αποτελείται από μια φιάλη γεμάτη νερό από το οποίο περνά ο καπνός, πριν φτάσει στο στόμα του καπνιστή. Η ονομασία του προέρχεται από την… …   Dictionary of Greek

  • σμύχω — Α 1. καίω κάτι σιγά σιγά, σιγοκαίω ή σιγοβράζω 2. συστέλλω («σμύχονται σάρκες», Αρετ.) 3. μτφ. (για τη θλίψη) βασανίζω κάποιον («κῆρ ἄχεϊ σμύχουσα», Απολλ. Ρόδ.) 4. παθ. σμύχομαι μτφ. λειώνω από τη φωτιά τού έρωτα ή από υποψία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”